- ορειχαλκόχρους
- -ουναυτός που έχει το χρώμα τού ορειχάλκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορείχαλκος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. σιδηρόχρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.